- αθαλώνω
- [αθάλη]μαυρίζω κάποιον ή κάτι με αιθάλη, καπνιά, μουντζουρώνω, μαυρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αθαλώνω — αθάλωσα, αθαλώθηκα, αθαλωμένος, μουντζουρώνω, μαυρίζω: Το σπίτι ήταν παλιό κι η σκεπή από τη φωτογωνιά είχε αθαλώσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθάλη — η 1. αιθάλη, καπνιά 2. τέφρα, στάχτη 3. σωρός από αναμμένα κάρβουνα στην αρχή τής αποτεφρώσεώς τους, ανθρακιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αἰθάλη με προληπτική αφομοίωση. ΠΑΡ. αθαλώνω] … Dictionary of Greek